ανακτώ — ανακτώ, ανέκτησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακτώ — κτησα, κτήθηκα, κτημένος, αποκτώ πάλι κάτι που είχα χάσει: Κατόρθωσε να ανακτήσει την περιουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακτῶ — ἀ̱νακτῶ , ἀνακτάομαι regain for oneself imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνακτάομαι regain for oneself pres imperat mp 2nd sg ἀνακτάομαι regain for oneself pres imperat mp 2nd sg ἀνακτάομαι regain for oneself imperf ind mp 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοσυνηφέρνω — ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι εντελώς, σωματικά ή ψυχικά, ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συνηφέρνω (άλλος τ. τού συνεφέρνω) «συνέρχομαι»] … Dictionary of Greek
ξετυφλώνομαι — ανακτώ την όρασή μου, αναβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + τυφλώνομαι] … Dictionary of Greek
αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω … Dictionary of Greek
προσανακτώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. αποκτώ κάτι ξανά 2. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναρρώνω 3. μτφ. αποκαθιστώ κάτι εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακτῶ, ῶμαι «αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω»] … Dictionary of Greek
συνεφέρνω — και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν 1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τόν επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του 2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς 3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην… … Dictionary of Greek
αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… … Dictionary of Greek
αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] … Dictionary of Greek